- συμφθείρει
- συμφθείρωdestroy togetheraor subj act 3rd sg (epic)συμφθείρωdestroy togetherpres ind mp 2nd sgσυμφθείρωdestroy togetherpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφθείρω — Α [φθείρω / ομαι] 1. καταστρέφω συγχρόνως ή μαζί με άλλον («τὸ πῡρ δαπανῆσαν τὴν ὕλην και ἑαυτὸ συμφθείρει», Ευρ.) 2. παθ. συμφθείρομαι α) έχω κακό συναπάντημα β) βρίσκομαι μαζί με κάποιον για κακό και τών δύο μας γ) (για χρώματα) αναμιγνύομαι… … Dictionary of Greek